συνασπιδώ

συνασπιδώ
και αττ. τ. ξυνασπιδῶ, -όω, Α
1. στέκομαι σε πυκνή παράταξη κρατώντας ασπίδες
2. μάχομαι στο πλευρό κάποιου κρατώντας ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ασπιδῶ (< ἀσπίς, -ίδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”